- τροφοδοτικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροφοδότη και στην τροφοδοσία ή στην τροφοδότηση2. φρ. «τροφοδοτικό σύστημα»(ηλεκτρ.) σύστημα που εξασφαλίζει την τροφοδοσία μιας ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής διάταξης με ηλεκτρική ενέργεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφοδοτώ. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.